ταναυπους

ταναυπους
    ταναύπους
    τᾰναύ-πους
    2, gen. ποδος длинноногий или на стройных ногах
    

(μῆλα Hom., HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ταναυπους" в других словарях:

  • ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… …   Dictionary of Greek

  • ταναύποδα — ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδας — ταναύπους stretching the feet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδες — ταναύπους stretching the feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδος — ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταναύποδ' — ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet neut nom/voc/acc pl ταναύποδα , ταναύπους stretching the feet masc/fem acc sg ταναύποδι , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut dat sg ταναύποδε , ταναύπους stretching the feet masc/fem/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τανύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α βλ. ταναύπους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»